ξελαρυγγίζομαι

ξελαρυγγίζομαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξελαρυγγίζομαι" в других словарях:

  • ξελαρυγγίζομαι — και ξελαρυγγιάζομαι κουράζω υπερβολικά τον λάρυγγά μου φωνάζοντας δυνατά και συνεχώς («ξελαρυγγιάστηκα να σέ φωνάζω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.ξ(ε) * + λάρυγγας] …   Dictionary of Greek

  • ξελαρυγγίζομαι — ξελαρυγγίστηκα, ξελαρυγγισμένος, και ξελαρυγγιάζομαι ξελαρυγγιάστηκα, ξελαρυγγιασμένος, βγάζω (κουράζω πολύ) το λαρύγγι μου απ τις φωνές: Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω και δεν ακούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελαρύγγισμα — και ξελαρύγγιασμα, το [ξελαρυγγίζω / ξελαρυγγιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελαρυγγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ξελαρύγγισμα — ξελαρύγγισμα, το και ξελαρύγγιασμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξελαρυγγίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»